- βρισιά
- η1) ругательство; (πλ. ) брань, ругань; 2) оскорбление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρισιά — και βριξιά, η υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω] … Dictionary of Greek
βρισιά — η η βλαστήμια, ο πικρός λόγος, η χυδαιολογία: Τον άρχισε στις βρισιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek
αγριολογιά — η [αγριολογώ (Ι)] απρεπής λόγος, βρισιά … Dictionary of Greek
αισχρολογία — η (Α αἰσχρολογία) [αἰσχρολόγος] το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία αρχ. 1. αισχρός, άσχημος λόγος 2. βρισιά, λοιδορία … Dictionary of Greek
αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) … Dictionary of Greek
απευχή — Όρος της λαογραφίας. Ευχή να μη γίνει κάτι. Λέγεται συνήθως μετά από μια κατάρα ή όταν κάποιος αναφέρει κάτι κακό (θάνατο, αρρώστια κλπ.). Σκοπός της είναι να αποτρέψει ή να στρέψει αλλού το κακό και συνοδεύεται πολλές φορές και από διάφορα… … Dictionary of Greek
βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… … Dictionary of Greek
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
βρίσιμο — το βρισιά … Dictionary of Greek
βριξιά — η βλ. βρισιά … Dictionary of Greek